Επιλογή γλώσσας / Select language:
English

Νομός Κέρκυρας :: Κέρκυρα

Η πολιτιστική κληρονομιά των Ενετών και η σημερινή πολιτιστική Κέρκυρα
Οι Κερκυραίοι υπό την επιρροή των Ενετών κληρονόμησαν την αγάπη για τη μουσική, το θέατρο και τις καλές τέχνες γενικότερα. Ακόμα και σήμερα διακρίνει ο επισκέπτης, ειδικά στους μεγαλύτερους σε ηλικία Κερκυραίους, μια ευγενική συμπεριφορά που έχει τις καταβολές της ενδεχομένως στη μακρόχρονη κυριαρχία των Ενετών. Είναι η μοναδική πόλη της Ελλάδας που έχει επτά φιλαρμονικές, ωδείο, δύο χορωδίες, τέσσερις θεατρικές σκηνές, ενώ στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο λειτουργεί Τμήμα Μουσικών Σπουδών.


Η μουσική παιδεία στην Κέρκυρα

Ο Όμηρος μας αφηγείται για τον μεγάλο Κερκυραίο μουσικό, τον τυφλό κιθαρωδό Δημόδοκο, που στην αυλή του βασιλιά Αλκίνοου έκανε τον Οδυσσέα να δακρύσει με το τραγούδι του. Από την εποχή όμως των βάρδων, που τραγουδούσαν τα κατορθώματα των μυθικών ηρώων στα παλάτια των εστεμμένων, μέχρι τον 19ο αιώνα η Κέρκυρα είχε διανύσει έναν μακρύ δρόμο,  για το μεγαλύτερο μέρος του οποίου πολύ λίγα πράγματα γνωρίζουμε.

Η ιδιαίτερη οικονομική ακμή που γνώρισε η Κέρκυρα τον 6ο π.Χ. αιώνα, ευνόησαν την καλλιέργεια των τεχνών και των πολιτιστικών εκδηλώσεων. Όπως μας πληροφορεί ο καθηγητής Θ. Παππάς, τον 2ο αιώνα π.Χ. τελούνταν στην Κέρκυρα, με τη βοήθεια χορηγών, θεατρικοί και μουσικοί αγώνες, συντηρώντας μια μακρά παράδοση.

Κατά τη Βυζαντινή περίοδο όμως η μουσική αυτή παράδοση διακόπτεται. Η έλευση του Χριστιανισμού σήμαινε και την εγκατάλειψη του οτιδήποτε ήταν συνδεδεμένο με την αρχαία Ελληνική θρησκεία. Το θεοκρατικό Βυζάντιο και η Ανατολική Εκκλησία προέβησαν σε μια άτεγκτη προγραφή της οργανικής μουσικής με αποτέλεσμα στην ανατολική μεσόγειο να εξαφανιστεί η πολυφωνική μουσική υπέρ της Ανατολικής μονοφωνίας. Στο πλαίσιο αυτό γίνεται πλήρως κατανοητό το μένος του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου κατά της οργανικής μουσικής, κάτι που μέχρι σήμερα έχει σημαδέψει την έντεχνη Ελληνική μουσική.

Η Κέρκυρα μετά το 1204 παύει βαθμηδόν να επηρεάζεται από την Κωνσταντινούπολη. Καθ' όλη τη διάρκεια της Ξενικής Κατοχής και μέχρι την Ένωση με την Ελλάδα οι Δυτικοί Κυρίαρχοι θα επηρεάζουν όλο και περισσότερο την ντόπια καλλιτεχνική δημιουργία. Σε όλο αυτό το διάστημα η Κερκυραϊκή μουσική παράδοση θα ζυμωθεί με την αυτήν των προσφύγων από τις Ελλαδικές περιοχές και των αποίκων από την νότια Ιταλία, τη Δυτική πολυφωνική μουσική και αργότερα με το belcanto. Τούτο είχε σαν συνέπεια την ανάπτυξη όχι μόνο του λαϊκού τραγουδιού και της ‘καντάδας’ (με έντονη πάντα τη δυτική επίδραση), αλλά κυρίως μιας μουσικής ζωής, που αποτέλεσε το έναυσμα και τη δημιουργό δύναμη της έντεχνης Επτανησιακής μουσικής.

Η εκκλησιαστική μουσική δε θα μπορούσε να ξεφύγει από αυτήν την επίδραση, χωρίς όμως να σημαίνει και την ταυτόχρονη απομάκρυνση από το Ανατολικό Ορθόδοξο Εκκλησιαστικό Δόγμα. Η Κέρκυρα την εποχή της Αναγέννησης, ευρισκόμενη στο διάβα από Βενετία για Κρήτη, γίνεται αναμφίβολα κοινωνός των νέων λογοτεχνικών και μουσικών ρευμάτων, αλλά βρίσκεται ακόμα στη σκιά των μεγάλων δημιουργών της εποχής, Κορνάρου, Θεοτοκόπουλου και Λεονταρίτη. Όταν το 1669 οι Κρήτες πρόσφυγες βρίσκουν καταφύγιο στην ενετοκρατούμενη Κέρκυρα και τα υπόλοιπα Επτάνησα, φέρνουν μαζί τους και την γνήσια μουσική τους παράδοση. Τραγουδιστές, οργανοπαίκτες αλλά και ψάλτες επηρεάζουν πλέον όχι μόνο την πόλη αλλά και την ύπαιθρο. Η ψαλμωδία των Επτανησίων με μελωδίες βυζαντινές και τρίφωνη αυτοσχέδια συνοδεία ακόμη και σήμερα ονομάζεται ‘κρητικό μέλος’.

Καθοριστική για τα μουσικά δρώμενα και την περαιτέρω ανάπτυξη της δυτικίζουσας μουσικής παράδοσης της Κέρκυρας, υπήρξε η δημιουργία το 1690 τουSan Giacomo. Στοά Ευγενών στην αρχή, μετατρέπεται σε θέατρο το 1720, αρχίζει να φιλοξενεί παραστάσεις όπερας το 1733 και γίνεται το αρχαιότερο και σπουδαιότερο μουσικό λίκνο των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου, τους καρπούς του οποίου η Κέρκυρα, σε πείσμα των καιρών, απολαμβάνει μέχρι σήμερα.

  Η μεγάλη Επτανησιακή Μουσική Σχολή με συνθέτες όπως ο Μάντζαρος, ο Ξύνδας, ο Λιβεράλης, ο Λαμπελέτ και ο Σαμάρας, απετέλεσαν τον 19ο και στις αρχές του 20ου αιώνα την ακμή αυτής της μακρόχρονης μουσικής παράδοσης. Η Κέρκυρα και τα υπόλοιπα Επτάνησα δε χάρισαν μόνο τους πρώτους Έλληνες συνθέτες αλλά και τους πρώτους μουσικούς παιδαγωγούς καθώς και τους πρώτους επαγγελματίες μουσικούς εκτελεστές. Την εποχή αυτή οι Κερκυραίοι γίνονται λάτρεις της όπερας και του λυρικού θεάματος και αποκτούν υψηλό καλλιτεχνικό κριτήριο. Νέοι χώροι (Δημοτικό Θέατρο) δημιουργούνται για να φιλοξενήσουν το συνεχώς αυξανόμενο θεατρόφιλο κοινό.

Άξιοι μέχρι σήμερα συνεχιστές της τοπικής μουσικής παράδοσης είναι οι Φιλαρμονικές της Κέρκυρας, που άρχισαν να ιδρύονται από το 1840 και μετά. Τα πολυάριθμα μουσικά σώματα που υπάρχουν σήμερα στο νησί: φιλαρμονικές, χορωδίες, ωδεία, συμφωνική ορχήστρα Δήμου Κερκυραίων, συγκρότημα μουσικής δωματίου, διατηρούν άρρηκτη τη μουσική παράδοση της Κέρκυρας.

Τη συντήρηση της Κερκυραϊκής μουσικής παράδοσης, που σταθερά τροφοδοτεί το πανελλήνιο μουσικό σώμα με δημιουργούς, ήλθε να πλαισιώσει τα τελευταία χρόνια η δημιουργία του Μουσικού Γυμνασίου και Λυκείου καθώς και η ίδρυση Τμήματος Μουσικών Σπουδών στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο.

Αισιόδοξες τέλος, κυρίως για την προοπτική τους, είναι οι δημιουργίες πολλών Καλλιτεχνικών Σωματίων και Ενώσεων, στην πλειοψηφία τους ιδιωτικής πρωτοβουλίας, που ενισχύουν το παρόν και προετοιμάζουν ένα ελπιδοφόρο μέλλον για την Κερκυραϊκή μουσική παράδοση

Από το site του Δήμου Κέρκυρας http://www.corfu.gr/en.htm


Η όπερα στην Κέρκυρα κατά τη διάρκεια της Ενετικής περιόδου


Το θέατρο San Giacomo στην αρχική του μορφή
Το θέατρο San Giacomo της Κέρκυρας δεν είναι απλά ο χώρος που για πρώτη φορά παίχτηκε όπερα στην περιοχή των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου· είναι το εργαστήριο που στη συνέχεια καλλιεργήθηκε το λυρικό θέατρο στην Κέρκυρα, ο ναός που πραγματοποιήθηκε η μουσική μύηση του Κερκυραίου, ο τόπος που οι μελωδίες της Δύσης συγκεράστηκαν με αυτές της Ανατολής. Είναι το λίκνο του Επτανησιακού Μουσικού Πολιτισμού, αλλά και ο χώρος που συντελέστηκε η εθνική ευαισθητοποίηση ενός λαού, αστείρευτη πηγή μέσα από την οποία έρεε πλούτος καλλιτεχνικών εκδηλώσεων, χωρίς ποτέ να σταματήσει τη λειτουργία του, ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές της κερκυραϊκής ζωής. Η συμβολή του θεάτρου San Giacomo στο Νεότερο Ελληνικό Πολιτισμό υπήρξε ύψιστης σημασίας.


Οι απαρχές της όπερας


Η όπερα ξεκίνησε χάρη στη φιλοδοξία του φιλότεχνου Φλωρεντίνου κόμη Giovanni Maria de Bardi και της ουμανιστικής συντροφιάς του να αναβιώσουν την αρχαία ελληνική τραγωδία. Έτσι το 1597 παίχτηκε για πρώτη φορά το δραματικό ποιμενικό ειδύλλιο «Δάφνις» σε λιμπρέτο του Ottavio Rinuccini και μουσική επένδυση των Jacopo Peri και Jacopo Corsi, μια ελεύθερη μίμηση της αρχαιοελληνικής τραγωδίας, που ονομάστηκε ‘dramma per musica’ ή ‘opera in musica’.

Η προσπάθεια γνώρισε μεγάλη επιτυχία και σύντομα η όπερα επεκτάθηκε στην υπόλοιπη Ιταλία, μετά δε από περίπου έναν αιώνα είχε απλωθεί στις αυλές και στα κυριότερα αστικά κέντρα της Ευρώπης, σε καινούργιους σκηνικούς χώρους, ειδικά διαμορφωμένους για να φιλοξενήσουν μελοδραματικές παραστάσεις.

Με τον καιρό ξεχώρισαν τέσσερις κατηγορίες όπερας:

1. Opera seria: Σοβαρή, όχι αναγκαστικά τραγική

2. Operasemiseria: Με ενδιάμεσα κωμικά στοιχεία

3. Opera buffa: Με ελαφρά ή κωμική υπόθεση

4. Grand opera: Με τραγική πλοκή και απαιτήσεις υψηλής ποιότητας.


Η όπερα στη Βενετία

Η παρουσία στη Βενετία από το 1613 μέχρι τον θάνατό του (1643), του 'πατέρα της όπερας' Claudio Monteverdi, εξασφάλισε για την πόλη των Δόγηδων μια ζηλευτή πανευρωπαϊκή πρωτιά στην εδραίωση και εξέλιξη του λυρικού θεάτρου. Η πρώτη δημόσια σκηνή, ειδικά διαμορφωμένη για να φιλοξενήσει όπερα, κατασκευάστηκε το 1637 στην Βενετία (Teatro San Cassiano).

Τον 17ο αιώνα η Βενετία, με δεκαέξι σκηνές, λειτουργούσε ως πανευρωπαϊκό κέντρο όπερας και τα Επτάνησα ανήκανε στο 'Θαλάσσιο Κράτος της Βενετίας'. Η μουσική μύηση των Επτανησίων αρχίζει υπό την επίδραση της βενετικής μητρόπολης με το ανέβασμα όπερας το 1733 στο θέατρο San Giacomo, 45 χρόνια προτού χτιστεί η 'Σκάλα του Μιλάνου' (1778).


Η κατασκευή του SanGiacomo

Το αρχιτεκτονικό κομψοτέχνημα, που σήμερα στεγάζει το γραφείο του Δημάρχου Κερκυραίων και ορισμένες άλλες υπηρεσίες του Δήμου, χτίστηκε τον 17ο αιώνα. Τότε η τάξη των ευγενών αποφάσισε την ίδρυση ενός Εντευκτηρίου (Στοάς) όπου θα μπορούσαν να συγκεντρώνονται τα μέλη της και να ανταλλάσσουν απόψεις, να συζητούν και συγχρόνως να ψυχαγωγούνται, κατά το πρότυπο της μητρόπολης και άλλων Ιταλικών πόλεων της Αναγέννησης. Έτσι, κατατίθεται το 1660 πρόταση για οικοδόμηση Στοάς (Loggia), η οποία εγκρίνεται αμέσως από τον Γενικό Προβλεπτή Θαλάσσης Antonio Damosto, αλλά λόγω έλλειψης πόρων η οικοδόμησή της αρχίζει το 1663 και μετά από μεγάλα διαστήματα διακοπής εργασιών, τελειώνει το 1690 αφού την όλη υπόθεση είχε αναλάβει ένας ειδικός επιμελητής, ο Ιππότης Κωνσταντίνος Κοκκίνης.

Ήδη όμως η Κέρκυρα συγκεντρώνει το αυξημένο ενδιαφέρον της Βενετίας. Μετά την πτώση του Χάνδακα (1669), στην Κέρκυρα εδρεύει όλη η διοίκηση της Ανατολής και τα πολυάριθμα πληρώματα του στόλου της Γαληνοτάτης. Μεγάλη κινητικότητα παρατηρείται μετά τη σωτηρία της πόλης από την τελευταία Τουρκική απειλή (πολιορκία 1716) και ο Γενικός Προβλεπτής της Ανατολής Andrea Corner παίρνει την πρωτοβουλία το 1720 και μετατρέπει τη Στοά σε θέατρο προς τέρψη των αξιωματικών του στόλου, αναθέτοντας τη διαχείριση του κτιρίου στις στρατιωτικές αρχές.

Το θέατρο ονομάστηκε «Nobile Teatro di San Giacomo» εξαιτίας της Μητρόπολης των Καθολικών (Duomo), που ήταν δίπλα και ήταν αφιερωμένη στη μνήμη του Αγίου Ιακώβου.


Η λειτουργία του θεάτρου

Η στενή σύνδεση της Κέρκυρας με τη Βενετσιάνικη κουλτούρα συνετέλεσε ώστε το San Giacomo να λειτουργήσει με Ευρωπαϊκές μεθόδους και προδιαγραφές. Οι παραστάσεις άρχιζαν με ιδιαίτερη επισημότητα, παρουσία αξιωματούχων της Ενετίας και των κερκυραϊκών αρχών. Το γενικό πρόσταγμα είχε ο Γενικός Προβλεπτής Θαλάσσης, δηλαδή ο ανώτατος διοικητής των νησιών. Αυτός είχε την ευθύνη του θεάτρου και των παραστάσεων, ενώ ο ίδιος δεξιωνόταν στα διαλείμματα τις άλλες αρχές. Αργότερα την ευθύνη για την καλή λειτουργία του θεάτρου είχε ο Preside del Teatro, που ήταν κατά κανόνα ανώτατος αξιωματικός του στόλου.

Από τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του η επιλογή του ρεπερτορίου του θεάτρου είχε γνώμονα την προσπάθεια ικανοποίησης των γούστων του κοινού, την ανάγκη για ψυχαγωγία αλλά και την ανάγκη δημιουργίας χώρου κοινωνικής συναναστροφής και επιβεβαίωσης της κοινωνικής θέσης του κοινού.

Οι όροι λειτουργίας του θεάτρου εξασφαλίζονταν με την ανάθεση της εργολαβίας των θεατρικών υπηρεσιών στον επιλεγμένο impresario, ο οποίος προγραμμάτιζε τις θεατρικές παραστάσεις, που στη συνέχεια εγκρίνονταν από την Επιτροπή Θεάτρου.

Στα χρόνια της Αγγλοκρατίας η αρμοδιότητα του θεάτρου San Giacomo ανατέθηκε σε τριμελή επιτροπή, την εποπτεία της οποίας ασκούσε ο Έπαρχος (Δήμαρχος) και σε αυτή λογοδοτούσε ο θεατρώνης, αφού έπρεπε πρώτα να εκπληρώσει όλους τους όρους του συμφωνητικού. Οι θεατρικές παραστάσεις επιχορηγούνταν από την εκάστοτε Αρμοστεία. Όπως η δημόσια εκπαίδευση έτσι και το θέατρο οι επτανήσιοι πίστευαν ότι ήταν υποχρέωση της πολιτείας εκ των ουκ άνευ.

Την επιχορήγηση που παρείχε στο θέατρο το Ιονικό Κράτος, δεν τη συνέχισε το «φτωχό και ανίδεο, γι’ αυτό και αδιάφορο για τα πολιτιστικά» Ελληνικό Κράτος, όταν το 1864 τα Επτάνησα ενώθηκαν με την Ελλάδα. Το κενό αυτό καλύφτηκε από τους μουσικολάτρεις γηγενείς Κερκυραίους, οι οποίοι ήταν σε θέση να γεμίζουν το San Giacomo και με αυξημένο εισιτήριο. Απόδειξη για την αμείωτη σε ένταση οπερομανία των Κερκυραίων αποτελεί η απόφαση το 1885 του Δημοτικού Συμβουλίου Κερκυραίων να οικοδομηθεί νέο, ευρύτερο και εντελέστερο θέατρο.


Το SanGiacomo στην αρχική του μορφή

Το Αναγεννησιακού ρυθμού θέατρο ήταν κατασκευασμένο εξ ολοκλήρου από λαξευτή πέτρα Σινιότικη σε σχέδια αγνώστου μέχρι σήμερα αρχιτέκτονα. Εξωτερικά ήταν πλούσια διακοσμημένο με αψίδες και μπαρόκ γλυπτά, που το καθιστούσαν αξεπέραστο στολίδι της πόλης.

Η είσοδος στο θέατρο γίνονταν από το τελευταίο τόξο, που είχε ειδικά διαρρυθμιστεί, ενώ η πλατεία βρισκόταν στο ίδιο ύψος με την είσοδο και έμπαινε κανείς από τα πίσω καθίσματα. Δύο σκάλες στα άκρα της ανατολικής πλευράς οδηγούσαν στα θεωρεία και το υπερώο. Η σκηνή έγινε στη δυτική πλευρά, ενώ η συνολική χωρητικότητά του σε θεατές ήταν περίπου 350 άτομα. Η πλατεία είχε 12 σειρές καθίσματα και πάνω από αυτήν βρίσκονταν τρεις σειρές θεωρείων (23 συνολικά) τα οποία μπορούσαν να νοικιαστούν για ολόκληρη τη σεζόν μόνο στους ευγενείς αλλά αργότερα και στους εύπορους πολίτες. Πάνω από τα θεωρεία βρισκόταν το υπερώο, το οποίο γέμιζε αρχικά με εύπορους αστούς και αργότερα με «παν κοινωνικόν στοιχείον».


Η αυλαία του San Giacomo

Η αυλαία του θεάτρου ήταν ένα πραγματικό κόσμημα. Φιλοτεχνημένη από τον Giovanni Buzatto ή κατ΄ άλλους από τον Napoleone Genovesi, με διαστάσεις 7,20 x 4,50 έργο εξαιρετικής τέχνης, παρίστανε την υποδοχή του Οδυσσέα στο νησί των Φαιάκων. Ο καλλιτέχνης εμπνεύστηκε τα πρόσωπα στον πίνακα, που απεικονίζουν τον λαό των Φαιάκων, από τους ηθοποιούς, μουσικούς και τεχνικούς του θεάτρου. Η αυλαία αυτή κόσμησε και το Νέο Δημοτικό Θέατρο και από τύχη σώθηκε από τη μεγάλη καταστροφή του 1943. Σήμερα βρίσκεται συντηρημένη στο Δημοτικό Θέατρο της πόλης.

Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο του θεάτρου San Giacomo ήταν η PORTANTINA. Αυτή ήταν ένα επίχρυσο φορείο με βελούδινο κάθισμα, που πηγαινοέφερνε από το ξενοδοχείο στο θέατρο την πριμαντόνα κάθε παράστασης, μεγάλη ντίβα της εποχής και πρόσωπο αξιολάτρευτο για τους Κερκυραίους, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν κάθε τρόπο για να εκδηλώσουν τον θαυμασμό τους «προς την πρώτην υψίτονον». Σήμερα η Portantina, ένα σπάνιο κειμήλιο του San Giacomo, βρίσκεται και αυτή στους χώρους του Δημοτικού θεάτρου


Το SanGiacomo με την προσθήκη (Ατζούντα)

Μεγέθυνση
Το θέατρο San Giacomo με την προσθήκη
Στα 1832, λόγω του ζωηρού ενδιαφέροντος του Κερκυραϊκού λαού για το λυρικό θέατρο, δημιουργήθηκε η ανάγκη ανακατασκευής και βελτίωσης του εσωτερικού χώρου και παράλληλης εξωτερικής επέκτασης του θεάτρου με νέα προσθήκη, τη λεγόμενη ‘Ατζούντα’. Με ειδικό κονδύλι του Αρμοστή Adam δημιουργήθηκε πλατεία με 200 καθίσματα και 24 θεωρεία (15 κεντρικά και 16 ενιαία) και με κατάργηση του υπερώου. Η ως τότε τετράγωνη αίθουσα μετασχηματίστηκε σε ημικυκλική. Εξωτερικά και μπροστά από το κεντρικό μέρος της πρόσοψης δημιουργήθηκε νέα είσοδος, με κλασικιστικό ναόσχημο πρόστυλο τοσκανοδωρικού ρυθμού και στην προσθήκη (‘Ατζούντα’) στεγάστηκαν διάφοροι απαραίτητοι χώροι όπως γραφεία, φουαγιέ, γκαρνταρόμπα και μικρή σάλα, που ήταν χώρος συζητήσεων και ψυχαγωγίας. Οι προσθήκες αυτές αφαιρέθηκαν το 1902 όταν το θέατρο μετατράπηκε σε Δημαρχείο με σχέδια του μηχανικού Σερπιέρη.

Αρχικά η είσοδος σε γυναίκες ήταν απαγορευμένη. Αργότερα επετράπη η είσοδος σε παντρεμένες και μόνο με την υποχρέωση να παρακολουθούν τις παραστάσεις σε θεωρεία με ειδικά διασκευασμένα καφασωτά (LOGES GRILLEES). Με την πάροδο του χρόνου ο κανονισμός άλλαξε και οι γυναίκες μπορούσαν να παρακολουθήσουν τις παραστάσεις φορώντας μάσκες εξασφαλίζοντας έτσι το ιγκόγνιτο. Στο τέλος καταργήθηκε και αυτό το μέτρο και οι πάντες έμπαιναν ελεύθερα στο θέατρο.


Το περιστατικό Σταμάτη Βούλγαρη

Το θέατρο San Giacomo κινδύνευσε να καεί κατά τη Ρωσοτουρκική πολιορκία (1799) όταν ένα βλήμα από εχθρικό κανόνι, που δεν είχε εκραγεί, έπεσε στα πόδια ενός νεαρού Κερκυραίου, που εκείνη τη στιγμή έτυχε να βρίσκεται δίπλα στο θέατρο. Ο νεαρός, που ονομαζόταν Σταμάτης Βούλγαρης, τραβώντας αστραπιαία το φυτίλι κατάφερε να εξουδετερώσει το βλήμα, σώζοντας στην κυριολεξία το θέατρο San Giacomo αλλά και ένα Γαλλικό στρατιωτικό απόσπασμα, που εκείνη τη στιγμή περνούσε παραδίπλα μεταφέροντας βαρύ οπλισμό και πυρομαχικά. Οι Γάλλοι τιμώντας τον ηρωισμό του νεαρού, τον κατέταξαν στη φρουρά και, όταν έφυγαν, ο νεαρός πήγε μαζί τους, όπου στο Παρίσι σπούδασε πολεοδόμος, με μεγάλες επιδόσεις στη μηχανική και ζωγραφική, και επί Καποδίστρια έμελλε να γίνει ο πρώτος πολεοδόμος της απελευθερωμένης Ελλάδος.


Οι παραστάσεις στο SanGiacomo

Giacomo Casanova
 
Carlo Goldoni
Τον πρώτο καιρό μέχρι το 1733 στο San Giacomo παίζονταν μόνο δράματα και κωμωδίες. Τη χρονιά αυτή όμως ο θεατρώνης Carlo Grassi πρότεινε τη διεξαγωγή παράστασης μελοδράματος η οποία έγινε δεκτή και από τότε το λυρικό θέατρο εξελίχτηκε σε δεύτερη φύση όχι μόνο Κερκυραίων αλλά και όλων των Επτανησίων, και διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στην πνευματική καλλιέργεια και την ποιοτική ψυχαγωγία των κατοίκων αλλά και στον ενωτικό αγώνα.

Ο Carlo Grassi συνέχισε τις παραστάσεις και την παρουσία του στην Κέρκυρα τουλάχιστον μέχρι το 1740, ενώ από τα απομνημονεύματα του διάσημου GiacomoCasanova μαθαίνουμε ότι ο ίδιος ο Casanova διετέλεσε ιμπρεσάριος στην Κέρκυρα το 1745, όταν έφερε στο νησί από το Οτράντο της Ιταλίας έναν περιπλανώμενο θίασο Comedia dell' Arte.

Οι παραστάσεις άρχιζαν τον Οκτώβριο με θιάσους πρόζας, τα Χριστούγεννα παίζονταν μελοδράματα, ενώ τα Καρναβάλια έρχονταν θίασοι οπερέτας και μετά πάλι πρόζας. Αργότερα, την περίοδο της αποκριάς καθιερώθηκαν και χοροί μεταμφιεσμένων (Καβαλκίνες).

Ιταλικοί θίασοι έρχονταν στην Κέρκυρα καθ’ όλη τη διάρκεια του 18ου και 19ου αιώνα και δεν υπήρξε διακοπή στη λειτουργία του θεάτρου, ακόμη και σε εποχές πολέμου ή πολιορκίας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση που συνέβη κατά την τετράμηνη πολιορκία της Κέρκυρας από τους Ρωσοτούρκους στα 1798-1799, κατά την οποίαν οι παραστάσεις όπερας δεν σταμάτησαν και ο εγκλωβισμένος από τα γεγονότα Ιταλικός θίασος συνέχισε να δίνει παραστάσεις και μάλιστα δύο φορές την εβδομάδα η είσοδος ήταν ελεύθερη σε πολίτες και στρατιώτες για να τονώνεται το ηθικό τους.

Παράλληλα προς τις παραστάσεις όπερας στο San Giacomo δεν έλειπαν και παραστάσεις πρόζας. Από τις ιστορικές πηγές γνωρίζουμε ότι θεατρικές παραστάσεις δόθηκαν στην Κέρκυρα το 1685 για να τιμηθεί ο F. Morosini ο Πελοποννησιακός. Πολλοί ήταν οι περιπλανώμενοι θίασοι που κατά τη χειμερινή περίοδο παρουσίασαν στο θέατρο της Κέρκυρας Comedia dell Arte και έργα του Carlo Goldoni, τις κωμωδίες του οποίου προτιμούσαν οι Κερκυραίοι. Αλλά και ερασιτέχνες Κερκυραίοι παρουσίασαν έργα κατά τον 18ο αιώνα. Ο ευγενής νέος Γεώργιος Ρίκκη και η φιλική του συντροφιά ανέβασαν δραματική παράσταση το 1770.

Το 1817 στο San Giacomo παρουσιάστηκε για πρώτη φορά θέατρο πρόζας σε ελληνική γλώσσα. Τη βραδιά εκείνη τίμησε με την παρουσία του ο Άγγλος Αρμοστής Thomas Maitland, που παρακολούθησε την πεντάπρακτη τραγωδία του Ιακωβάκη Ρίζου-Νερουλού, «Πολυξένη». Ακολούθησαν και άλλες παραστάσεις σε ελληνική γλώσσα μεταφρασμένων έργων διάσημων Ευρωπαίων δημιουργών, όπως του Alfieri, Metastasio, Voltaire, Moliere και Racine, πολλά εκ των οποίων παρουσιάστηκαν από τους φοιτητές της Ιονίου Ακαδημίας υπό την καθοδήγηση του μεγάλου φιλέλληνα λόρδου Guildford.

Την εποχή εκείνη ήταν σε έξαρση το πατριωτικό συναίσθημα των Κερκυραίων, δεδομένου ότι συνέπεσε με τον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων και πολλοί Επτανήσιοι αλλά και Ιταλοί συνθέτες και δραματουργοί εμπνεύστηκαν από τους ήρωες του '21. Μεταφέρθηκαν στη σκηνή έργα που συνέπαιρναν το θεατρόφιλο κερκυραϊκό κοινό, το οποίο παρότι διέθετε δυτική κουλτούρα, πρωτοστάτησε στην αφύπνιση της Ελληνικής συνείδησης, που κατέληξε στην Ένωση των Επτανήσων το 1864. Αλλά και μετά την Ένωση, επίκαιρα γεγονότα όπως οι Κρητικές εξεγέρσεις συνέχισαν να τροφοδοτούν με θέματα τους ντόπιους δημιουργούς, οι οποίοι ανέβαζαν έργα που οι εισπράξεις τους στέλνονταν ως οικονομική ενίσχυση στους επαναστάτες.

Το San Giacomo έχει άλλη μια ‘πρωτιά’ στο χώρο του θεάτρου. Στις 9 Φεβρουαρίου 1833 δόθηκε η παράσταση των Σπ. Ζαμπέλιου και Ν. Νικολαΐδη, «Το Δάφνινο Στεφάνι». Στους ηθοποιούς περιλαμβάνονταν για πρώτη φορά και δύο γυναίκες, η Ακριβούλα Σταύρου και η Αικατερίνη Καμπατίνη, εννέα χρόνια πριν εμφανιστούν γυναίκες στην αθηναϊκή σκηνή.
 
εκτύπωση
|
αποστολή
προηγούμενο :Η Ενετική Κέρκυρα και η πόλη τ...
|
επόμενο : Η όπερα στην Κέρκυρα
 
Πανεπιστήμιο Πατρών © 2008 - 24
created by Nidus